- παραμικρός
- -ή, -ό1. πάρα πολύ μικρός, ελάχιστος («ο παραμικρός θόρυβος τόν ενοχλεί»)2. (για πρόσ.) ο πολύ νεαρός («δεν σού είπα εγώ, παιδάκι μου, παραμικρός παντρέψου», δημ. τραγούδι)3. το ουδ. ως ουσ. το παραμικρόη ελάχιστη αιτία4. φρ. «με το παραμικρό» — με την ελάχιστη αιτία, με το τίποτε, χωρίς να υπάρχει σοβαρός λόγος («είναι πολύ ευέξαπτος και με το παραμικρό συγχύζεται»).
Dictionary of Greek. 2013.